- παλαίθεος
- παλαίθεος, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) η παλαιά θεά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + θεός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλαιθέου — παλαίθεος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek